μπελάζω

μπελάζω
βλ. βελάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βελάζω — και μπελάζω 1. (για πρόβατα και γίδια) βγάζω τη χαρακτηριστική φωνή μπε, μπε 2. (για άνθρωπο) α) σκούζω, θρηνώ β) ζητώ κάτι μ επιμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένο ρ. από το βε ή μπε, χαρακτηριστικό της φωνής των προβάτων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”